- μετάβουλος
- μετάβουλ-ος, ον,A changing one's mind, changeful, Ar.Ach.632.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετάβουλος — μετάβουλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλει την απόφαση του, που αλλάζει το φρόνημά του («ἀποκρίνεσθαι δεῑται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους», Αριστφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + βουλος (< βουλή «σκέψη, απόφαση»), πρβλ. σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
μεταβούλους — μετάβουλος changing one s mind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)